διαμαντικό

διαμαντικό
το
1. κόσμημα στολισμένο με διαμάντια ή κατασκευασμένο απ’ αυτά.
2. στον πληθ., διαμαντικά τα κοσμήματα, τα χρυσαφικά: Φυλάει τα διαμαντικά της σε θυρίδα στην τράπεζα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαμαντικό — το 1. αδαμαντοποίκιλτο κόσμημα 2. πληθ. τα διαμαντικά σύνολο κοσμημάτων με διαμάντια και άλλα πολύτιμα πετράδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”